caravanier
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- caravanier < caravan(e) + -ier
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | caravanier | caravaniers |
θηλυκό | caravanière | caravanières |
caravanier (fr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | caravanier | caravaniers |
θηλυκό | caravanière | caravanières |
caravanier (fr)