καπριτσιόζος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καπριτσιόζος < (άμεσο δάνειο) ιταλική capriccioso + -ς < capricci(o) + -oso (-όζος) [1] → και δείτε τη λέξη καπρίτσιο
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.pɾiˈt͡sço.zos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐πρι‐τσιό‐ζος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | καπριτσιόζος | η | καπριτσιόζα | το | καπριτσιόζο & καπριτσιόζικο |
γενική | του | καπριτσιόζου | της | καπριτσιόζας | του | καπριτσιόζου & καπριτσιόζικου |
αιτιατική | τον | καπριτσιόζο | την | καπριτσιόζα | το | καπριτσιόζο & καπριτσιόζικο |
κλητική | καπριτσιόζε | καπριτσιόζα | καπριτσιόζιο & καπριτσιόζικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | καπριτσιόζοι | οι | καπριτσιόζες | τα | καπριτσιόζικα |
γενική | των | καπριτσιόζων | — | των | καπριτσιόζικων | |
αιτιατική | τους | καπριτσιόζους | τις | καπριτσιόζες | τα | καπριτσιόζικα |
κλητική | καπριτσιόζοι | καπριτσιόζες | καπριτσιόζικα | |||
To ουδέτερο σε -ο και από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
ομάδα 'γουστόζος', Κατηγορία όπως «καπριτσιόζος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
καπριτσιόζος, -α, -ικο/-ο [2]
- που φέρεται με καπρίτσιο, που ενεργεί κινούμενος από κάποιο καπρίτσιο
Συγγενικά
επεξεργασία- καπριτσιόζα
- → δείτε τη λέξη καπρίτσιο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακαπριτσιόζος αρσενικό (θηλυκό καπριτσιόζα)
- που είναι καπριτσιόζος
Μεταφράσεις
επεξεργασία καπριτσιόζος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ καπριτσιόζος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ s.v. «καπρίτσιο» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)