καπριτσιόζα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καπριτσιόζα | οι | καπριτσιόζες |
γενική | της | καπριτσιόζας | — | |
αιτιατική | την | καπριτσιόζα | τις | καπριτσιόζες |
κλητική | καπριτσιόζα | καπριτσιόζες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καπριτσιόζα < καπριτσιόζ(ος) + κατάληξη θηλυκού -α [1]
- για την πίτσα < (άμεσο δάνειο) ιταλική capricciosa, θηλυκό του capriccioso
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.pɾiˈt͡sço.za/
- τυπογραφικός συλλαβισμός :‐κα‐πρι‐τσιό‐ζα
Ουσιαστικό επεξεργασία
καπριτσιόζα θηλυκό
- θηλυκό του καπριτσιόζος
Εκφράσεις επεξεργασία
- πίτσα καπριτσιόζα
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε καπριτσιόζος
καπριτσιόζα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
καπριτσιόζα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του καπριτσιόζος
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ καπριτσιόζα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας