καπνογόνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καπνογόνος < καπν(ός) + -ο- + -γόνος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική fumigène)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.pnoˈɣo.nos/
Επίθετο
επεξεργασίακαπνογόνος, -ος /-α, -ο
- που παράγει καπνό
- (ουσιαστικοποιημένο) καπνογόνο