↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καπνογόνος η καπνογόνος
καπνογόνα
το καπνογόνο
      γενική του καπνογόνου της καπνογόνου
καπνογόνας
του καπνογόνου
    αιτιατική τον καπνογόνο την καπνογόνο
καπνογόνα
το καπνογόνο
     κλητική καπνογόνε καπνογόνε
καπνογόνα
καπνογόνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καπνογόνοι οι καπνογόνοι
καπνογόνες
τα καπνογόνα
      γενική των καπνογόνων των καπνογόνων των καπνογόνων
    αιτιατική τους καπνογόνους τις καπνογόνους
καπνογόνες
τα καπνογόνα
     κλητική καπνογόνοι καπνογόνοι
καπνογόνες
καπνογόνα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καπνογόνος < καπν(ός) + -ο- + -γόνος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική fumigène)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.pnoˈɣo.nos/

  Επίθετο

επεξεργασία

καπνογόνος, -ος /-α, -ο

  1. που παράγει καπνό
  2. (ουσιαστικοποιημένο) καπνογόνο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία