καπνογόνο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καπνογόνο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καπνογόνος < καπνός + -ο- + -γόνος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική fumigène)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.pnoˈɣo.no/
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαπνογόνο ουδέτερο
- ειδική συσκευή που παράγει καπνό και χρησιμοποιείται από οπαδούς στα γήπεδα, από στρατό ή αστυνομία στη διάλυση διαδηλώσεων κ.λπ.