καμφορά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καμφορά | οι | καμφορές |
γενική | της | καμφοράς | των | καμφορών |
αιτιατική | την | καμφορά | τις | καμφορές |
κλητική | καμφορά | καμφορές | ||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακαμφορά θηλυκό
- (χημεία) η λευκή (ημι)διαφανής κρυσταλλική ουσία (C10H16O), με κηρώδη υφή και έντονη οσμή. Χρησιμοποιείται από τον άνθρωπο για πολλούς λόγους ήδη από την αρχαιότητα