↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καμφορά οι καμφορές
      γενική της καμφοράς των καμφορών
    αιτιατική την καμφορά τις καμφορές
     κλητική καμφορά καμφορές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καμφορά < μεσαιωνική ελληνική καφουρά < αραβική كافور (kāfūr) < περσική كافور (kāfūr)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καμφορά θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία