κάμφορα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κάμφορα | οι | κάμφορες |
γενική | της | κάμφορας | των | καμφορών |
αιτιατική | την | κάμφορα | τις | κάμφορες |
κλητική | κάμφορα | κάμφορες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κάμφορα < → δείτε τη λέξη καμφορά
Ουσιαστικό
επεξεργασίακάμφορα θηλυκό
- (χημεία) άλλη μορφή του καμφορά
Μεταφράσεις
επεξεργασία κάμφορα
|