↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καινοζωικός η καινοζωική το καινοζωικό
      γενική του καινοζωικού της καινοζωικής του καινοζωικού
    αιτιατική τον καινοζωικό την καινοζωική το καινοζωικό
     κλητική καινοζωικέ καινοζωική καινοζωικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καινοζωικοί οι καινοζωικές τα καινοζωικά
      γενική των καινοζωικών των καινοζωικών των καινοζωικών
    αιτιατική τους καινοζωικούς τις καινοζωικές τα καινοζωικά
     κλητική καινοζωικοί καινοζωικές καινοζωικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καινοζωικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: διαγλωσσική ορολογία όπως από την αγγλική Cenozoic / Caenozoic < αρχαία ελληνική καινός, καινο- + ζωή, ζωικός[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ce.no.zo.iˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: και‐νο‐ζω‐ι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

καινοζωικός, -ή, -ό

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Υπερώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία