καινοζωικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καινοζωικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: διαγλωσσική ορολογία όπως από την αγγλική Cenozoic / Caenozoic < αρχαία ελληνική καινός, καινο- + ζωή, ζωικός[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ce.no.zo.iˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : και‐νο‐ζω‐ι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίακαινοζωικός, -ή, -ό
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΥπερώνυμα
επεξεργασίαΥπώνυμα
επεξεργασία- παλαιογενές
- νεογενές
- τεταρτογενές
- Παλαιόκαινο
- Ηώκαινο
- Ολιγόκαινο
- Μειόκαινο
- Πλειόκαινο
- Πλειστόκαινο
- Ολόκαινο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καινοζωικός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ καινοζωικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας