καθαρεύων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | καθαρεύων | η | καθαρεύουσα | το | καθαρεύον |
γενική | του | καθαρεύοντος | της | καθαρεύουσας & καθαρευούσης* |
του | καθαρεύοντος |
αιτιατική | τον | καθαρεύοντα | την | καθαρεύουσα | το | καθαρεύον |
κλητική | καθαρεύων | καθαρεύουσα | καθαρεύον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | καθαρεύοντες | οι | καθαρεύουσες | τα | καθαρεύοντα |
γενική | των | καθαρευόντων | των | καθαρευουσών | των | καθαρευόντων |
αιτιατική | τους | καθαρεύοντες | τις | καθαρεύουσες | τα | καθαρεύοντα |
κλητική | καθαρεύοντες | καθαρεύουσες | καθαρεύοντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καθαρεύων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καθαρεύων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος καθαρεύω (είμαι αγνός, καθαρός)
Μετοχή
επεξεργασίακαθαρεύων, -ουσα, -ον
- (αρχαιοπρεπές, παρωχημένο, γλωσσολογία)
- που μιλώ ή γράφω στην καθαρεύουσα
- → δείτε τη λέξη καθαρεύοντες (οι καθαρευουσιάνοι)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη καθαρός
Μεταφράσεις
επεξεργασία καθαρεύων
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Ονομαστική | καθαρεύων | καθαρεύουσα | καθαρεύον | καθαρεύοντες | καθαρεύουσαι | καθαρεύοντα |
Γενική | καθαρεύοντος | καθαρευούσης | καθαρεύοντος | καθαρευόντων | καθαρευουσῶν | καθαρευόντων |
Δοτική | καθαρεύοντι | καθαρευούσῃ | καθαρεύοντι | καθαρεύουσι | καθαρευούσαις | καθαρεύουσι |
Αιτιατική | καθαρεύοντα | καθαρεύουσαν | καθαρεύον | καθαρεύοντας | καθαρευούσας | καθαρεύοντα |
Κλητική | καθαρεύων | καθαρεύουσα | καθαρεύον | καθαρεύοντες | καθαρεύουσαι | καθαρεύοντα |
Πτώσεις | Δυικός | |||||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | καθαρεύοντε | καθαρευούσα | καθαρεύοντε | |||
Γενική-Δοτική | καθαρευόντοιν | καθαρευούσαιν | καθαρευόντοιν |
Μετοχή
επεξεργασίακαθαρεύων, -ουσα, -ον
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος καθαρεύω