καβάδι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καβάδι | τα | καβάδια |
γενική | του | καβαδιού | των | καβαδιών |
αιτιατική | το | καβάδι | τα | καβάδια |
κλητική | καβάδι | καβάδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καβάδι < μεσαιωνική ελληνική καβάδιν < τοπωνύμιο Κάβαδα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kaˈva.ði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐βά‐δι
Ουσιαστικό επεξεργασία
καβάδι ουδέτερο
- (ενδυμασία) είδος επενδύτη περσικής προέλευσης, το καφτάνι
- (ενδυμασία) επενδύτης από μάλλινο ή βαμβακερό ύφασμα, μανδύας ή κάπα που φοριόταν τον χειμώνα
Άλλες γραφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καβάδι
|
Πηγές επεξεργασία
- καβάδι σελ.3494 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
- καβάδι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)