καβαδούρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καβαδούρα | οι | καβαδούρες |
γενική | της | καβαδούρας | — | |
αιτιατική | την | καβαδούρα | τις | καβαδούρες |
κλητική | καβαδούρα | καβαδούρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καβαδούρα < μεσαιωνική ελληνική καβάδ(ιν) + -ούρα[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.vaˈðu.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐βα‐δού‐ρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
καβαδούρα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
καβαδούρα
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ καβαδούρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας