Ετυμολογία

επεξεργασία
καβάδιν < τοπωνύμιο Κάβαδα + -ιν

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καβάδιν ουδέτερο

  1. (ενδυμασία)
    1. μακρύ ρούχο για άνδρες ή γυναίκες
    2. ένδυμα για στρατιώτες ή αγρότες
    3. πολυτελές ένδυμα αξιωματούχων
  2. (μετωνυμία) αξίωμα