καβάδιν
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακαβάδιν ουδέτερο
- (ενδυμασία)
- μακρύ ρούχο για άνδρες ή γυναίκες
- ένδυμα για στρατιώτες ή αγρότες
- πολυτελές ένδυμα αξιωματούχων
- → και δείτε τη λέξη καβάδι
- (μετωνυμία) αξίωμα
Πηγές
επεξεργασία- καβάδιν - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].