καβάδιν
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακαβάδιν ουδέτερο
- (ενδυμασία)
- μακρύ ρούχο για άνδρες ή γυναίκες
- ※ 12ος αιώνας ⌘ Πτωχοπρόδρομος, ανωνύμου, (τέσσερα επαιτικά ποιήματα), Ποίημα Γ', στίχ. 66 (66-69) @georgakas.lit.auth.gr
- τσάντσαλον εἶχε στούπινον, καβάδιν λερωμένον,
κ’ ἐφόρει το μονάλλαγος χειμῶνα καλοκαίριν,
καὶ τώρα, βλέπεις, γέγονε λαμπρὸς καὶ λουρικάτος,
παραγεμιστοτράχηλος, μεταξοσφικτουράτος.- Hans Eideneier (επιμ.), Πτωχοπρόδρομος, κριτική έκδοση, με σχέδια του Αλέκου Φασιανού, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2012.
- τσάντσαλον εἶχε στούπινον, καβάδιν λερωμένον,
- ※ 12ος αιώνας ⌘ Πτωχοπρόδρομος, ανωνύμου, (τέσσερα επαιτικά ποιήματα), Ποίημα Γ', στίχ. 66 (66-69) @georgakas.lit.auth.gr
- ένδυμα για στρατιώτες ή αγρότες
- πολυτελές ένδυμα αξιωματούχων
- → και δείτε τη λέξη καβάδι
- μακρύ ρούχο για άνδρες ή γυναίκες
- (μετωνυμία) αξίωμα
Πηγές
επεξεργασία- καβάδιν - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].