Ετυμολογία

επεξεργασία
τσάντσαλον < τζάντζαλον με τη συστηματική αλλαγή γραφής (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) ⟨τζ⟩ > ⟨τσ⟩ για τις προφορές του ⟨τζ⟩ ως [d͡z] με αποηχηροποίηση: [t͡s].[1] Περισσότερα → δείτε στην Ετυμολογία για το νεοελληνικό τζάντζαλο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τσάντσαλον ουδέτερο

  • άλλη μορφή του τζάντζαλον
    ※  12ος αιώνας Πτωχοπρόδρομος, ανωνύμου, (τέσσερα επαιτικά ποιήματα), Ποίημα Γ', στίχ. 66 (66-69) @georgakas.lit.auth.gr
    τσάντσαλον εἶχε στούπινον, καβάδιν λερωμένον,
    κ’ ἐφόρει το μονάλλαγος χειμῶνα καλοκαίριν,
    καὶ τώρα, βλέπεις, γέγονε λαμπρὸς καὶ λουρικάτος,
    παραγεμιστοτράχηλος, μεταξοσφικτουράτος.
    Hans Eideneier (επιμ.), Πτωχοπρόδρομος, κριτική έκδοση, με σχέδια του Αλέκου Φασιανού, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2012.

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία
  • τσάντσαλον (ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού)

  Αναφορές

επεξεργασία