κάθυγρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κάθυγρος | η | κάθυγρη | το | κάθυγρο |
γενική | του | κάθυγρου | της | κάθυγρης | του | κάθυγρου |
αιτιατική | τον | κάθυγρο | την | κάθυγρη | το | κάθυγρο |
κλητική | κάθυγρε | κάθυγρη | κάθυγρο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κάθυγροι | οι | κάθυγρες | τα | κάθυγρα |
γενική | των | κάθυγρων | των | κάθυγρων | των | κάθυγρων |
αιτιατική | τους | κάθυγρους | τις | κάθυγρες | τα | κάθυγρα |
κλητική | κάθυγροι | κάθυγρες | κάθυγρα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κάθυγρος < ελληνιστική κοινή κάθυγρος < αρχαία ελληνική κατά + ὑγρός
Επίθετο
επεξεργασίακάθυγρος, -η, -ο