ισόβιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ισόβιος | η | ισόβια | το | ισόβιο |
γενική | του | ισόβιου | της | ισόβιας | του | ισόβιου |
αιτιατική | τον | ισόβιο | την | ισόβια | το | ισόβιο |
κλητική | ισόβιε | ισόβια | ισόβιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ισόβιοι | οι | ισόβιες | τα | ισόβια |
γενική | των | ισόβιων | των | ισόβιων | των | ισόβιων |
αιτιατική | τους | ισόβιους | τις | ισόβιες | τα | ισόβια |
κλητική | ισόβιοι | ισόβιες | ισόβια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ισόβιος < (ελληνιστική κοινή) ἰσόβιος < ἴσος + βίος
Επίθετο
επεξεργασίαισόβιος, -α, -ο (επίρρημα: ισόβια & ισοβίως)
- (για πρόσωπο) που κατέχει μια ορισμένη ιδιότητα για όλη του τη ζωή
- (για πράγμα) που ανήκει σε ένα πρόσωπο ή το χαρακτηρίζει για όλη του τη ζωή
- καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά (σε φυλάκιση για όλη του τη ζωή)