Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ισόβιος η ισόβια το ισόβιο
      γενική του ισόβιου της ισόβιας του ισόβιου
    αιτιατική τον ισόβιο την ισόβια το ισόβιο
     κλητική ισόβιε ισόβια ισόβιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ισόβιοι οι ισόβιες τα ισόβια
      γενική των ισόβιων των ισόβιων των ισόβιων
    αιτιατική τους ισόβιους τις ισόβιες τα ισόβια
     κλητική ισόβιοι ισόβιες ισόβια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ισόβιος < (ελληνιστική κοινή) ἰσόβιος < ἴσος + βίος

  Επίθετο επεξεργασία

ισόβιος, -α, -ο (επίρρημα: ισόβια & ισοβίως)

  1. (για πρόσωπο) που κατέχει μια ορισμένη ιδιότητα για όλη του τη ζωή
  2. (για πράγμα) που ανήκει σε ένα πρόσωπο ή το χαρακτηρίζει για όλη του τη ζωή
    καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά (σε φυλάκιση για όλη του τη ζωή)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία