ισοβίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ισοβίτης | οι | ισοβίτες |
γενική | του | ισοβίτη | των | ισοβιτών |
αιτιατική | τον | ισοβίτη | τους | ισοβίτες |
κλητική | ισοβίτη | ισοβίτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ισοβίτης < ισόβια
Ουσιαστικό επεξεργασία
ισοβίτης αρσενικό
- αυτός που εκτίει ποινή ισόβιας κάθειρξης
Μεταφράσεις επεξεργασία
ισοβίτης