ισόβια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ισόβια < συντόμευση του ισόβια δεσμά ή του ισόβια κάθειρξη
Επίρρημα
επεξεργασίαισόβια
- ισοβίως, για μια ζωή
- (συνεκδοχικά) για πάντα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαισόβια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- η ισόβια κάθειρξη
- καταδικάστηκε τετράκις ισόβια
Μεταφράσεις
επεξεργασία ισοβίως, για μια ζωή
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαισόβια
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ισόβιος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ισόβιος