Ετυμολογία

επεξεργασία
lifelong < life + -long

  Επίθετο

επεξεργασία

lifelong (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. που εκτείνεται σε όλη τη διάρκεια της ζωής κάποιου, διά βίου
    ⮡  lifelong friends - φίλοι ολόκληρης ζωής
    ⮡  lifelong learning programs - προγράμματα δια βίου μάθησης
     συνώνυμα: for life, lifetime
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 357. ISBN 9780194325684. , λήμμα: ζωή