ιστολυτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ιστολυτικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: histolytique < histolysie < αρχαία ελληνική ἱστός (< ἵστημι) + λύσις (< λύω)
Επίθετο
επεξεργασίαιστολυτικός
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ιστολυτικός