Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιστιοφόρος η ιστιοφόρα το ιστιοφόρο
      γενική του ιστιοφόρου της ιστιοφόρας του ιστιοφόρου
    αιτιατική τον ιστιοφόρο την ιστιοφόρα το ιστιοφόρο
     κλητική ιστιοφόρε ιστιοφόρα ιστιοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιστιοφόροι οι ιστιοφόρες τα ιστιοφόρα
      γενική των ιστιοφόρων των ιστιοφόρων των ιστιοφόρων
    αιτιατική τους ιστιοφόρους τις ιστιοφόρες τα ιστιοφόρα
     κλητική ιστιοφόροι ιστιοφόρες ιστιοφόρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιστιοφόρος < ιστί(ο) + -ο- + -φόρος < φέρω

  Επίθετο επεξεργασία

ιστιοφόρος, -α, -ο

  1. αυτός που φέρει ιστίο ή ιστία.
  2. (ναυτικός όρος) αυτός που κινείται με ιστίο ή ιστία (πανιά).
  3. το ουδέτερο ως ουσ: Το ιστιοφόρο → δείτε τη λέξη .

  Μεταφράσεις επεξεργασία