ιστιοδρομικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιστιοδρομικός < ιστιοδρομ(ία) / ιστιοδρόμ(ος) + -ικός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.sti.o.ðɾo.miˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐στι‐ο‐δρο‐μι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
ιστιοδρομικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την ιστιοδρομία ή τον ιστιοδρόμο ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις ιστιοδρομία, ιστίο και δρόμος
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιστιοδρομικός
|