Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ιστιοδρομικό τα ιστιοδρομικά
      γενική του ιστιοδρομικού των ιστιοδρομικών
    αιτιατική το ιστιοδρομικό τα ιστιοδρομικά
     κλητική ιστιοδρομικό ιστιοδρομικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιστιοδρομικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ιστιοδρομικός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιστιοδρομικό ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ιστιοδρομικό