ιστιοδρομικό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιστιοδρομικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ιστιοδρομικός
Ουσιαστικό επεξεργασία
ιστιοδρομικό ουδέτερο
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιστιοδρομικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ιστιοδρομικό
- αιτιατική ενικού του ιστιοδρομικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ιστιοδρομικός