ισοστατικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ισοστατικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: isostatic < αρχαία ελληνική ἴσος + ἵστημι
Επίθετο επεξεργασία
ισοστατικός
- που βρίσκεται σε κατάσταση ισορροπίας μεταξύ δυνάμεων που του ασκούνται από διάφορες πλευρές