ισομορφικός
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ισομορφικός < ισόμορφ(ος) + -ικός, λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική isomorphic
Επίθετο
επεξεργασίαισομορφικός
- (σπάνιο) άλλη μορφή του ισόμορφος
- (μαθηματικά, τοπολογία) που έχει σχέση με ισόμορφες ιδιότητες ή αναφέρεται σ' αυτές
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ισομορφικός
|