(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ισομορφικός η ισομορφική το ισομορφικό
      γενική του ισομορφικού της ισομορφικής του ισομορφικού
    αιτιατική τον ισομορφικό την ισομορφική το ισομορφικό
     κλητική ισομορφικέ ισομορφική ισομορφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ισομορφικοί οι ισομορφικές τα ισομορφικά
      γενική των ισομορφικών των ισομορφικών των ισομορφικών
    αιτιατική τους ισομορφικούς τις ισομορφικές τα ισομορφικά
     κλητική ισομορφικοί ισομορφικές ισομορφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ισομορφικός < ισόμορφ(ος) + -ικός, λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική isomorphic

  Επίθετο

επεξεργασία

ισομορφικός

  1. (σπάνιο) άλλη μορφή του ισόμορφος
  2. (μαθηματικά, τοπολογία) που έχει σχέση με ισόμορφες ιδιότητες ή αναφέρεται σ' αυτές
     αντώνυμα: πολυμορφικός

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία