Δείτε επίσης: ἰσομεγέθης
 πτώσεις       ενικός      
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η ισομεγέθης το ισομέγεθες
      γενική του/της ισομεγέθους* του ισομεγέθους
    αιτιατική τον/την ισομεγέθη το ισομέγεθες
     κλητική ισομεγέθη ισομέγεθες
 πτώσεις   πληθυντικός  
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ισομεγέθεις τα ισομεγέθη
      γενική των ισομεγέθων των ισομεγέθων
    αιτιατική τους/τις ισομεγέθεις τα ισομεγέθη
     κλητική ισομεγέθεις ισομεγέθη
* Και προφορικός τύπος σε -η στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνήθης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
ισομεγέθης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἰσομεγέθης. Συγχρονικά αναλύεται σε ισο- + μέγεθ(ος) + -ης

ισομεγέθης, -ης, ισομέγεθες (χωρίς παραθετικά)

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη μέγεθος

Μεταφράσεις

επεξεργασία