ινοοπτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ινοοπτικός < ίνα + -ο- + οπτικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική fibre optic)
Επίθετο επεξεργασία
ινοοπτικός
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Fiber-optic sensor στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
ινοοπτικός