ιμάμης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ιμάμης | οι | ιμάμηδες |
γενική | του | ιμάμη | των | ιμάμηδων |
αιτιατική | τον | ιμάμη | τους | ιμάμηδες |
κλητική | ιμάμη | ιμάμηδες | ||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ιμάμης αρσενικό
- (ισλαμισμός, επάγγελμα) μουσουλμάνος θρησκευτικός λειτουργός, δάσκαλος του ιερού νόμου, που καλεί από τον μιναρέ τους πιστούς μουσουλμάνους για προσευχή
- τίτλος πολιτικού ή θρησκευτικού μουσουλμάνου ηγέτη
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ιμάμης στη Βικιπαίδεια