Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιμάμης οι ιμάμηδες
      γενική του ιμάμη των ιμάμηδων
    αιτιατική τον ιμάμη τους ιμάμηδες
     κλητική ιμάμη ιμάμηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιμάμης < (άμεσο δάνειο) τουρκική imam + -ης < αραβική إمام imām

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιμάμης αρσενικό

  1. (ισλαμισμός, επάγγελμα) μουσουλμάνος θρησκευτικός λειτουργός, δάσκαλος του ιερού νόμου, που καλεί από τον μιναρέ τους πιστούς μουσουλμάνους για προσευχή
  2. τίτλος πολιτικού ή θρησκευτικού μουσουλμάνου ηγέτη

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία