ιεροπρεπής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ιεροπρεπής | η | ιεροπρεπής | το | ιεροπρεπές |
γενική | του | ιεροπρεπούς* | της | ιεροπρεπούς | του | ιεροπρεπούς |
αιτιατική | τον | ιεροπρεπή | την | ιεροπρεπή | το | ιεροπρεπές |
κλητική | ιεροπρεπή(ς) | ιεροπρεπής | ιεροπρεπές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ιεροπρεπείς | οι | ιεροπρεπείς | τα | ιεροπρεπή |
γενική | των | ιεροπρεπών | των | ιεροπρεπών | των | ιεροπρεπών |
αιτιατική | τους | ιεροπρεπείς | τις | ιεροπρεπείς | τα | ιεροπρεπή |
κλητική | ιεροπρεπείς | ιεροπρεπείς | ιεροπρεπή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιεροπρεπής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἱεροπρεπής. Συγχρονικά αναλύεται σε ιερο- + -πρεπής.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.e.ɾo.pɾeˈpis /
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐ε‐ρο‐πρε‐πής
Επίθετο επεξεργασία
ιεροπρεπής, -ής, -ές
- (αρχαιοπρεπές) που τον χαρακτηρίζει ιερότητα
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιεροπρεπής
|
Πηγές επεξεργασία
- ἱεροπρεπής - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .