Ετυμολογία

επεξεργασία
ἱεροπρεπής < ἱερός + πρέπω

  Επίθετο

επεξεργασία

ἱεροπρεπής, -ής, -ές

  1. αυτός που αρμόζει σε ιερά πράγματα ή πρόσωπα
  2. ο σεβάσμιος