↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιβηρικός η ιβηρική το ιβηρικό
      γενική του ιβηρικού της ιβηρικής του ιβηρικού
    αιτιατική τον ιβηρικό την ιβηρική το ιβηρικό
     κλητική ιβηρικέ ιβηρική ιβηρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιβηρικοί οι ιβηρικές τα ιβηρικά
      γενική των ιβηρικών των ιβηρικών των ιβηρικών
    αιτιατική τους ιβηρικούς τις ιβηρικές τα ιβηρικά
     κλητική ιβηρικοί ιβηρικές ιβηρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ιβηρικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Ἰβηρικός[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.vi.ɾiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐βη‐ρι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

ιβηρικός, -ή, -ό

  1. που προέρχεται από την Ιβηρική χερσόνησο
  2. που σχετίζεται με τη Ιβηρία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία