↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιαχή οι ιαχές
      γενική της ιαχής των ιαχών
    αιτιατική την ιαχή τις ιαχές
     κλητική ιαχή ιαχές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ιαχή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἰαχή[1] < ἰάχω < πρωτοελληνική *wiwákʰō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή * (s)weh₂gʰ-.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.aˈçi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐α‐χή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ιαχή θηλυκό

  1. δυνατή φωνή
  2. πολεμική κραυγή

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία