θλων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | θλων | η | θλώσα | το | θλων |
γενική | του | θλώντος | της | θλώσας & θλώσης* |
του | θλώντος |
αιτιατική | τον | θλώντα | τη | θλώσα | το | θλων |
κλητική | θλων | θλώσα | θλων | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | θλώντες | οι | θλώσες | τα | θλώντα |
γενική | των | θλώντων | των | θλωσών | των | θλώντων |
αιτιατική | τους | θλώντες | τις | θλώσες | τα | θλώντα |
κλητική | θλώντες | θλώσες | θλώντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ῶν -ῶσα, -ῶν από συναίρεση -άων, -άουσα, -άον * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'κυβερνών', Κατηγορία όπως «ενθουσιών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θλων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θλῶν, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος θλάω / θλῶ
Μετοχή
επεξεργασίαθλων - θλώσα - θλων
- (αρχαιοπρεπές) που σπάει
- ⮡ βαριά σωματική βλάβη από αιχμηρό θλων όργανο