Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θηκόγραμμα τα θηκογράμματα
      γενική του θηκογράμματος των θηκογραμμάτων
    αιτιατική το θηκόγραμμα τα θηκογράμματα
     κλητική θηκόγραμμα θηκογράμματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 

  Ετυμολογία επεξεργασία

θηκόγραμμα < θήκη + -ο- + γράμμα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική boxplot)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θηκόγραμμα ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία