θηκαρισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
/?/
Ετυμολογία επεξεργασία
- θηκαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου θηκαρίζομαι
Μετοχή επεξεργασία
ενικός αριθμός
ο θηκαρισμένος (el) αρσενικό
η θηκαρισμένη (el) θηλυκό
το θηκαρισμένο (el) ουδέτερο
πληθυντικός αριθμός
οι θηκαρισμένοι (el) αρσενικό
οι θηκαρισμένες (el) θηλυκό
τα θηκαρισμένα (el) ουδέτερο