↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θερμοσκοπικός η θερμοσκοπική το θερμοσκοπικό
      γενική του θερμοσκοπικού της θερμοσκοπικής του θερμοσκοπικού
    αιτιατική τον θερμοσκοπικό τη θερμοσκοπική το θερμοσκοπικό
     κλητική θερμοσκοπικέ θερμοσκοπική θερμοσκοπικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θερμοσκοπικοί οι θερμοσκοπικές τα θερμοσκοπικά
      γενική των θερμοσκοπικών των θερμοσκοπικών των θερμοσκοπικών
    αιτιατική τους θερμοσκοπικούς τις θερμοσκοπικές τα θερμοσκοπικά
     κλητική θερμοσκοπικοί θερμοσκοπικές θερμοσκοπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θερμοσκοπικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική thermoscopique < thermoscope < αρχαία ελληνική θερμός + σκοπός

  Επίθετο

επεξεργασία

θερμοσκοπικός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία