θερμοσκόπιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θερμοσκόπιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική thermoscope[1] < thermo- + -scope < αρχαία ελληνική θερμός + σκοπέω
Ουσιαστικό επεξεργασία
θερμοσκόπιο ουδέτερο
- (τεχνολογία) συσκευή που δείχνει τη θερμοκρασία και τις μεταβολές της
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
θερμοσκόπιο
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ θερμοσκόπιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας