Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θερμοσκόπιο τα θερμοσκόπια
      γενική του θερμοσκοπίου
θερμοσκόπιου
των θερμοσκοπίων
    αιτιατική το θερμοσκόπιο τα θερμοσκόπια
     κλητική θερμοσκόπιο θερμοσκόπια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θερμοσκόπιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική thermoscope[1] < thermo- + -scope < αρχαία ελληνική θερμός + σκοπέω
 
το θερμοσκόπιο του Γαλιλαίου

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θερμοσκόπιο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία