θερμοσκόπια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /θeɾ.moˈsko.pi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θερ‐μο‐σκό‐πι‐α
- τονικό παρώνυμο: θερμοσκοπία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαθερμοσκόπια ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του θερμοσκόπιο