thermoscopique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /tɛʁ.mɔ.skɔ.pik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
thermoscopique | thermoscopiques |
thermoscopique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
thermoscopique | thermoscopiques |
thermoscopique (fr) αρσενικό ή θηλυκό