θερμοπλαστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θερμοπλαστικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική thermoplastic < αρχαία ελληνική θερμός + πλαστικός < πλάθω
Επίθετο
επεξεργασίαθερμοπλαστικός
- που αφορά υλικό που γίνεται ευλύγιστο ή εύπλαστο πάνω από μια συγκεκριμένη θερμοκρασία και στερεοποιείται με ψύξη
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία θερμοπλαστικός