θερμομηχανικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θερμομηχανικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική thermomechanical < αρχαία ελληνική θερμός + μηχανή
Επίθετο
επεξεργασίαθερμομηχανικός
- που έχει σχέση με τη θερμομηχανική ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις θερμομηχανική, θερμός και μηχανή
Μεταφράσεις
επεξεργασία θερμομηχανικός