thermomécanique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /tɛʁ.mɔ.me.ka.nik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
thermomécanique | thermomécaniques |
thermomécanique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
thermomécanique | thermomécaniques |
thermomécanique (fr) αρσενικό ή θηλυκό