θερμομηχανικοί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /θeɾ.mo.mi.xa.niˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θερ‐μο‐μη‐χα‐νι‐κοί
- ομόηχο: θερμομηχανική
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαθερμομηχανικοί
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού, αρσενικού γένους του θερμομηχανικός