Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θερμογέφυρα οι θερμογέφυρες
      γενική της θερμογέφυρας των θερμογεφυρών
    αιτιατική τη θερμογέφυρα τις θερμογέφυρες
     κλητική θερμογέφυρα θερμογέφυρες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θερμογέφυρα < θερμο- + γέφυρα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /θeɾ.moˈʝe.fi.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θερ‐μο‐γέ‐φυ‐ρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θερμογέφυρα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία