θεοφρούρητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θεοφρούρητος < μεσαιωνική ελληνική θεοφρούρητος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /θe.oˈfɾu.ɾi.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θε‐ο‐φρού‐ρη‐τος
Επίθετο επεξεργασία
θεοφρούρητος, -η, -ο
- (Βυζάντιο) που φυλάσσεται από τον Θεό, κυρίως για αυτοκράτορες ή το κράτος
Μεταφράσεις επεξεργασία
θεοφρούρητος
|
Πηγές επεξεργασία
- θεοφρούρητος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
θεοφρούρητος, -ος, -ον
- που φυλάσσεται από τον Θεό
Πηγές επεξεργασία
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- θεοφρούρητος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- θεοφρούρητος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.