Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ηχοκαρδιογραφία οι ηχοκαρδιογραφίες
      γενική της ηχοκαρδιογραφίας των ηχοκαρδιογραφιών
    αιτιατική την ηχοκαρδιογραφία τις ηχοκαρδιογραφίες
     κλητική ηχοκαρδιογραφία ηχοκαρδιογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ηχοκαρδιογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική echocardiography < echo-, στη σημασία: υπέρηχος (υπερηχο-) (αρχαία ελληνική ἦχ(ος) + -ο- ή < ἠχ(ώ) + -ο-) + cardio- καρδιο- (< καρδία) + -γραφία < γράφω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.xo.kaɾ.ði.o.ɣɾaˈfi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: η‐χο‐καρ‐δι‐ο‐γρα‐φί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ηχοκαρδιογραφία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία