↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ημιαγώγιμος η ημιαγώγιμη το ημιαγώγιμο
      γενική του ημιαγώγιμου της ημιαγώγιμης του ημιαγώγιμου
    αιτιατική τον ημιαγώγιμο την ημιαγώγιμη το ημιαγώγιμο
     κλητική ημιαγώγιμε ημιαγώγιμη ημιαγώγιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ημιαγώγιμοι οι ημιαγώγιμες τα ημιαγώγιμα
      γενική των ημιαγώγιμων των ημιαγώγιμων των ημιαγώγιμων
    αιτιατική τους ημιαγώγιμους τις ημιαγώγιμες τα ημιαγώγιμα
     κλητική ημιαγώγιμοι ημιαγώγιμες ημιαγώγιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ημιαγώγιμος < ημι- + αγώγιμος, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική semiconductive[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.mi.aˈɣo.ʝi.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: η‐μι‐α‐γώ‐γι‐μος

  Επίθετο

επεξεργασία

ημιαγώγιμος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)