ηλιοσύγχρονος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ηλιοσύγχρονος, -η, -ο
- που η τροχιά του βρίσκεται σε ένα επίπεδο που διατηρεί σταθερή γωνία με την εκλιπτική, έτσι ώστε να έχει σταθερή ηλιοφάνεια
- ηλιοσύγχρονος δορυφόρος
Μεταφράσεις επεξεργασία
ηλιοσύγχρονος