↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζυγισμένος η ζυγισμένη το ζυγισμένο
      γενική του ζυγισμένου της ζυγισμένης του ζυγισμένου
    αιτιατική τον ζυγισμένο τη ζυγισμένη το ζυγισμένο
     κλητική ζυγισμένε ζυγισμένη ζυγισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζυγισμένοι οι ζυγισμένες τα ζυγισμένα
      γενική των ζυγισμένων των ζυγισμένων των ζυγισμένων
    αιτιατική τους ζυγισμένους τις ζυγισμένες τα ζυγισμένα
     κλητική ζυγισμένοι ζυγισμένες ζυγισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζυγισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ζυγίζω

ζυγισμένος, -η, -ο

  1. που έχει ζυγιστεί για να βρεθεί το βάρος του
  2. (μεταφορικά) που είναι αποτέλεσμα σκέψης και σωστού υπολογισμού
    τα λόγια του ήταν καλά ζυγισμένα
  3. ευθυγραμμισμένος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία