ζυγισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ζυγισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ζυγίζω
Μετοχή
επεξεργασίαζυγισμένος, -η, -ο
- που έχει ζυγιστεί για να βρεθεί το βάρος του
- (μεταφορικά) που είναι αποτέλεσμα σκέψης και σωστού υπολογισμού
- τα λόγια του ήταν καλά ζυγισμένα
- ευθυγραμμισμένος