↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζοχαδιακός η ζοχαδιακή το ζοχαδιακό
      γενική του ζοχαδιακού της ζοχαδιακής του ζοχαδιακού
    αιτιατική τον ζοχαδιακό τη ζοχαδιακή το ζοχαδιακό
     κλητική ζοχαδιακέ ζοχαδιακή ζοχαδιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζοχαδιακοί οι ζοχαδιακές τα ζοχαδιακά
      γενική των ζοχαδιακών των ζοχαδιακών των ζοχαδιακών
    αιτιατική τους ζοχαδιακούς τις ζοχαδιακές τα ζοχαδιακά
     κλητική ζοχαδιακοί ζοχαδιακές ζοχαδιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζοχαδιακός < ζοχάδα + -ιακός

  Επίθετο

επεξεργασία

ζοχαδιακός

  1. που έχει ζοχάδες (αιμορροΐδες) και υποφέρει απ’ αυτές
  2. (μεταφορικά) υποχόνδριος, ιδιότροπος
    Άλλες μορφές ζοχάδας

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία