ζοχαδιακός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ζοχαδιακός
- που έχει ζοχάδες (αιμορροΐδες) και υποφέρει απ’ αυτές
- (μεταφορικά) υποχόνδριος, ιδιότροπος
- Άλλες μορφές ζοχάδας
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ζοχαδιακός
|