ζοχαδιάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαζοχαδιάρης αρσενικό (θηλυκό: ζοχαδιάρα, ουδέτερο ζοχαδιάρικο)
- που έχει ζοχάδες
- ο μόνιμα νευρικός
Σημειώσεις
επεξεργασίαΣε χρήση φέρεται και ως επίθετο.
Μεταφράσεις
επεξεργασία ζοχαδιάρης
|